Η Αγιά βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού Λάρισας, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 200 μ. στους πρόποδες του πανέμορφου Κισσαβου, απέχει 37 χλμ. από τη Λάρισα και λίγα μόλις λεπτά από την παραλιακή ζώνη του νομού. Κατοικείται από 5.000 άτομα περίπου. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την παραγωγή μήλων και κερασιών, τα οποία καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στο εμπόριο. Στην περιοχή ρέει ο Άμυρος ποταμός, που πηγάζει από τον Κίσσαβο, διασχίζει το Δώτιο πεδίο και χύνεται στη λίμνη Κάρλα.
Η Αγιά αποτελεί έναν ελκυστικό τουριστικό προορισμό, ικανό να προσφέρει στον επισκέπτη απλόχερη φιλοξενία σε έναν τόπο γεμάτο από φυσικές ομορφιές, παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ιδιαιτέρως μεγάλο θρησκευτικό πλούτο.
Οι πάμπολλες ενοριακές της εκκλησίες με κορυφαίο τον μητροπολιτικό ναό των Αγίων Αντωνίων δίνουν ένα άλλο χρώμα στην κωμόπολη. Η πολύ παλιά Ι.Μ. του Αγίου Παντελεήμονα με τους σεβαστούς της μοναχούς, όπως και η Ι.Μ. των Αγίων Αναργύρων, στο ομώνυμο βαθύπεδο, με τα ασκηταριά της, αφήνουν άναυδο το καθέναν που επιθυμεί να μάθει την ιστορία τους.
Τα αρχοντικά της κωμόπολης πανέμορφα. Η κεντρική της αγορά προσφέρει κάθε είδους υπηρεσίες.
Το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κισσάβου-Μαυροβουνίου, η παιδαγωγική του ομάδα και η μόνιμη εντυπωσιακή φωτογραφική έκθεση που φιλοξενεί είναι έτοιμα κάθε στιγμή να διδάξουν περιβαλλοντική συνείδηση.
Τα λιθόστρωτα πανέμορφα μονοπάτια προς την Ανατολή και το Μεγαλόβρυσο αποτελούν πόλο έλξης περιπατητών.
Το Πολιτιστικό Κέντρο «Χρυσαλλίδα», πολυχώρος με ανοιχτό και κλειστό θέατρο, κτίριο ανακαινισμένο που παλιότερα χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικός χώρος κουκουλιού, αποτελεί κόσμημα για όλον το νομό Λάρισας.
Από την είσοδο της Αγιάς, στρίβοντας αριστερά στην πινακίδα με κατεύθυνση προς το Μεταξοχώρι, αφήνουμε πίσω μας τον κάμπο και μεταφερόμαστε σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, σχεδόν κινηματογραφικό, σαν αυτό που θα μπορούσαν να ζουν ξωτικά και νεράιδες. Πετρόχτιστα σπίτια με σκεπές, ιστορικές εκκλησίες με ανεκτίμητης αξίας ψηφιδωτά, σ’ ένα χωριό κυριολεκτικά και μεταφορικά πνιγμένο στο πράσινο, ανάμεσα σε θεόρατα – υπεραιωνόβια πλατάνια, φορτωμένες καρυδιές και νερό τρεχούμενο.
Το Μεταξοχώρι, ένα από τα αρχαιότερα χωριά της Αγιάς, παλαιότερα λεγόταν «Ρέτσιανη» που σημαίνει «το χωριό πλάι στο ποτάμι». Κάπου στο 1927, πέρασε μια διετία με το όνομα «Μελίσσι» για να καταλήξει στη σημερινή ονομασία, τιμής ένεκεν της μαζικής παραγωγής μεταξιού που ήταν και η κύρια ασχολία τους. Ο ιστορικός οικισμός βρίσκεται στις παρυφές του Κισσάβου, σε απόσταση 2 χλμ. δυτικά της Αγιάς, στο νομό Λαρίσης. Απέχει περίπου 37 χλμ. από το κέντρο της Λάρισας, είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, στις πλαγιές των λόφων και διασχίζεται από τον σχετικά άνυδρο χείμαρρο του Άμυρου ποταμού.
Όπου υπάρχει νερό, υπάρχει ζωή και οι κάτοικοι του Μεταξοχωρίου το γνωρίζουν πολύ καλά. Eίναι φιλόξενοι, κεφάτοι, χορευταράδες, χωρατατζήδες και δουλευταράδες. Προφανώς το ίδιο εισπράττει και η φύση, γεγονός που αποτυπώνεται στην πλούσια ανθοφορία που ανάλογα την εποχή του χρόνου, δίνει τις χαρακτηριστικές χρωματικές παλέτες. Όλες οι διαβαθμίσεις του κόκκινου χρώματος το χειμώνα και όλες οι κιτρινωπές την άνοιξη, συναντώνται είτε ως αυτοφυή στους τοίχους, είτε ως καλλιεργήσιμα στις αυλές, όπου μοιάζει σαν να βρίσκεται σε συνεχή ροή ο άτυπος διαγωνισμός «της πιο εντυπωσιακής αυλής».
Ένας αναζωογονητικός περίπατος στα σοκάκια του χωριού επιβραβεύει τους επισκέπτες με καρπούς από αγριοκαρυδιές, αγριοκαστανιές, αμυγδαλιές, ροδιές, τζιτζιφιές, συκιές, μουριές, κερασιές, βυσσινιές, βρώσιμα άνθη και θεραπευτικά φυτά, κάποια είδη από αυτά σπάνια και απειλούμενα.
Σύμφωνα με τα «Πληροφοριακά Στοιχεία για το Μεταξοχώρι» (Δημ. Κ. Αγραφιώτης, 1994) κάποτε, οι μεγάλες φυτείες μουριάς κατέκλυζαν τα χωράφια και τους κήπους, γιατί το φύλλωμά τους ήταν η απαραίτητη τροφή για την ανάπτυξη του «καματερού» του κουκουλιού. Οι κάτοικοι είχαν επιδοθεί με ζήλο στην καλλιέργεια αυτή, η οποία τους απέδιδε αρχικά μεγάλο εισόδημα. Όλα τα σπίτια αποτελούσαν βιοτεχνικές μονάδες και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη διαδικασία της κουκουλοπαραγωγής. Ως χώρος τέτοιας παραγωγής χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Φάβρ και η Μονή Παναγιάς και συνεχίστηκε από την οικογένεια Τζήμερου. Στην περίοδο 1935-1955, σταδιακά, περιορίστηκε η παραγωγή λόγω της πτώσης των τιμών στη διεθνή αγορά και της εμφάνισης των συνθετικών υλικών (νάιλον, ακρυλικό κτλ). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν ντόπιοι που έζησαν την παραγωγή μεταξιού, θυμούνται εικόνες και αφηγούνται στιγμές: «Ήμουν μικρό παιδί που καθόμουν μαζί με τα αδέρφια μου και φιλετάραμε σιγά και προσεκτικά τα κουκούλια», λέει ένας ντόπιος. «Τα είχαμε απλωμένα σε όλο το σπίτι, κι εδώ κι εκεί και από κάτω», θυμάται ένας άλλος, δείχνοντας τα ράφια και τις ντουλάπες του καθιστικού.
Πηγή: Olive Magazine
Το Μεγαλόβρυσο (παλαιότερη ονομασία Νιβόλιανη, που σημαίνει ουράνια πόλη στα Σλαβικά) είναι χτισμένο πάνω σε δύο λοφοσειρές σε υψόμετρο 600 μ. πάνω στις πλαγιές της Όσσας. Απέχει 43 χλμ. από τη Λάρισα και 7 χλμ. από την Αγιά. Το χωριό έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός και τα σπίτια χαρακτηρίζονται από την ομοιομορφία τους ως προς το χρώμα. Η χρονολογία ίδρυσής του κυμαίνεται ανάμεσα στον 11ο-13ο αι. Οι 500 κάτοικοι που βρίσκονται μόνιμα στο χωριό ασχολούνται με την γεωργία, τη δενδροκομία και την κτηνοτροφία.
Το Μεγαλόβρυσο (παλαιότερη ονομασία Νιβόλιανη, που σημαίνει ουράνια πόλη στα Σλαβικά) είναι χτισμένο πάνω σε δύο λοφοσειρές σε υψόμετρο 600 μ. πάνω στις πλαγιές της Όσσας. Απέχει 43 χλμ. από τη Λάρισα και 7 χλμ. από την Αγιά. Το χωριό έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός και τα σπίτια χαρακτηρίζονται από την ομοιομορφία τους ως προς το χρώμα. Η χρονολογία ίδρυσής του κυμαίνεται ανάμεσα στον 11ο-13ο αι. Οι 500 κάτοικοι που βρίσκονται μόνιμα στο χωριό ασχολούνται με την γεωργία, τη δενδροκομία και την κτηνοτροφία.
Η βρύση «Μεσοχώρι» κοσμεί το χωριό, ενώ η πηγή «Μεγάλη Βρύση», που βρίσκεται σε απόσταση 1 χλμ. από το χωριό, πνίγεται κυριολεκτικά στην παρθένα πλούσια βλάστηση. Μια απίστευτη θέα προσφέρει στους επισκέπτες η θέση «Καραούλι», λίγο έξω από το χωριό, απ’ όπου μπορούν να βλέπουν το Αιγαίο, τον κάμπο της Αγιάς, το Μαυροβούνι, το Πήλιο, το θεσσαλικό κάμπο και με καθαρή ατμόσφαιρα τις Σποράδες καθώς και τη χερσόνησο του Άθω.
Ξεχωριστή εμπειρία μπορεί να ζήσει κανείς στα «Πασχαλόγιορτα», στις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του Πάσχα, με γλέντι και κυκλικούς χορούς. Ενώ αξιόλογες είναι και οι εκδηλώσεις την Κυριακή της Τυροφάγου και τις Αποκριές.
Στις πλαγιές του Κισσάβου βρίσκεται η Ανατολή (ή Σελίτσανη με την παλιά ονομασία) και συγκεκριμένα στην νοτιοανατολική πλευρά του βουνού σε υψόμετρο 960 μέτρων. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά και προσφέροντας μια μοναδική θέα προς όλες τις πλευρές.
Το όνομα Σελίτσανη είναι σλάβικης προέλευσης (από τη λέξη «σέλο» = χωριό, και το υποκοριστικό της «σέλιτσε» = μικρό χωριό). Παραπέμπει στα βυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα στην κάθοδο των Σλάβων στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής. Στα δύσκολα χρόνια του 13ου αιώνα το μικρό χωριό ερημώθηκε. Οι νέοι κάτοικοί του προέρχονταν από το χωριό Βαθύρεμα, όταν αυτό καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1423. Ευδοκιμούσε η παραγωγή άσπρων νημάτων, η υφαντική τέχνη, ήταν φημισμένο για το κρασί του, αλλά υπήρχαν και εργαστήρια χρυσοχοΐας. Το 1927 το όνομα άλλαξε με νομοθετικό διάταγμα και ονομάστηκε “Ανατολή” λόγω του προσανατολισμού του και της υπέροχης θέας του στη θάλασσα και τον θεσσαλικό κάμπο.
Τι θα δει όμως κάποιος που θα βρεθεί στο χωριό; Ενδιαφέρον έχουν: Το Εκκλησιαστικό Μουσείο δημιουργήθηκε το 1986. Το Λαογραφικό Μουσείο που συστεγάζεται με το πολιτιστικό κέντρο του χωριού στο παλιό πέτρινο σχολείο. Εκκλησίες όπως: ο Άγιος Αθανάσιος, ο πολιούχος των πρώτων κατοίκων. Ο Άγιος Γεώργιος, στην πλατεία του χωριού, είναι ο σημερινός πολιούχος. Ο Άγιος Παντελεήμονας χτίστηκε το 1641 και είναι μετόχι του Τιμίου Προδρόμου. Το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του Κισσάβου. Το μοναστήρι του Τίμιου Προδρόμου 3,5 χιλιόμετρα δυτικά του χωριού, αποτελεί μία ενδιαφέρουσα πρόταση για τον επισκέπτη. Κτίστηκε από τον άγιο Δαμιανό το 1550. Το πέτρινο τοξωτό γεφύρι στην πλατεία του χωριού. Το 1860 κτηνοτρόφοι της Στερεάς Ελλάδας φεύγοντας από το χωριό «δώρισαν» το γεφύρι στους κατοίκους.